Dictionary of Greek. 2013.
οριάριος — ὁριάριος και ὁρειάριος ὁ (ΑΜ) φύλακας, επιστάτης σιταποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horrearius < horreum «σιταποθήκη»] … Dictionary of Greek